Welcome

Εδώ θα βρείτε σκέψεις, όνειρα, ελπίδες, φιλοδοξίες, ανησυχίες και πολύ στρες. Έναν κόσμο που ισορροπεί ανάμεσα στην φαντασία και στην πραγματικότητα.

Τις μεγάλες αντιθέσεις και τα αντικρουόμενα συναισθήματα.

Εδώ θα βρείτε παιδικές φαντασιώσεις και την βαρβαρότητα του ρεαλιστμού που βιώνει κανεις, όταν μεγαλώσει.

Όλα εδώ, με μπόλικη χρυσόσκονη, τυλιγμένα με ζάχαρη, με γεύση γλυκό κεράσι, με μυρωδιά τριαντάφυλλου και βανίλιας. Όλα εδώ, σε ένα ποτήρι, να τα πιείτε και να ευχαριστηθείτε.

Καλώς ήρθατε στον κόσμο τον δικό μου.

24 Δεκ 2013

Αν βρεθούμε σε ένα παραμύθι

Το κείμενο αυτό θα δημοσιευθεί στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού του Συλλόγου Απανταχού Καρπαθίων. "Καρπαθιακή Ηχώ"


Μία φορά και έναν καιρό, ήταν ένα όμορφο νησί, η Κάρπαθος, που την αγαπούσαν όλοι ή σχεδόν όλοι. Τα παραμύθια δεν μας αφήνουν περιθώρια για αμφισβητήσεις, έτσι λοιπόν θα συμφωνήσετε μαζί μού, ότι η Κάρπαθος είναι ένα νησί που είτε θα το αγαπήσεις, είτε θα το μισήσεις. Κάτι ενδιάμεσο δεν υπάρχει.

Ή θα σε τραβήξει με την ομορφιά του και με τα τραγούδια του, όπως οι Σειρήνες τραβούσαν τον Οδυσσέα ή θα σε απωθεί όπως ο διάβολος το λιβάνι. Το κάτι «λίγο μ αρέσει», το «ίσως και να μ΄ αρέσει» δεν υπάρχει.

Έτσι υποστηρίζουν όλοι οι Καρπάθιοι που σέβονται τον εαυτό τους και το νησί τους παράλληλα. Εγώ όμως που μεγάλωσα στο νησί, σας λέω ότι μέσα μου γίνεται συνεχώς μία πάλη. Η πάλη της αγάπης με την ανάγκη. Για να γίνω πιο σαφής. Να είσαι κάπου που αγαπάς πολύ, ή κάπου που σε φέρνει η ανάγκη;

Να είσαι γύρω με ανθρώπους που σε αγαπούν και σε ξέρουν από μικρό παιδί, ή με ανθρώπους που έχεις κοινά ενδιαφέροντα, παρόμοιες εμπειρίες και ανησυχίες; Σε έναν τόπο που κυριαρχεί το γαλάζιο και το πράσινο ή σε έναν κόσμο γκρι γεμάτο άγχος με επιτηδευμένη ομορφιά, με φτιασίδια ψεύτικα, που ο χρόνος τα κάνει πιο άσχημα απ΄ ότι ήταν πριν;

Το ένα μισό του εαυτού μου, επιμένει να κάτσω στην Κάρπαθο, στην μεγάλη αγάπη, στο μπλε και στο πράσινο, στο σίγουρο. Το άλλο μισό, μου  λέει να φύγω μακριά και να μην ξαναγυρίσω, μου μιλάει για χαμένες ευκαιρίες, για νέες εμπειρίες για νέες και ανεξερεύνητες αγάπες, για την ομορφιά στην ψυχή και την γαλήνη.

Πέρασαν τα χρόνια φίλοι μου και στην Κάρπαθο, πολλά άλλαξαν και άλλα πάλι, έμειναν τα ίδια, ίδια και απαράλλακτα. Λες και δεν πέρασαν 19 συναπτά έτη από τότε που ήμουν και εγώ 18 χρονών και ονειρευόμουν.

Λες και εκείνο το χτυποκάρδι στο σχολείο, δεν έχει μειώσει ακόμα την ένταση του, το λεωφορείο της γραμμής εξακολουθεί να φεύγει στις 11:00 και στις 13:45. Αυτός ο δρόμος που επιτέλους θα ενώσει το βόρειο μέρος του νησιού με το νότιο, είναι ακόμα έτοιμος μόνο στα χαρτιά και στις υποσχέσεις.

Θα μπορούσα να γράψω πολλά από τα όνειρα μας, που έχουν μείνει στάσιμα, θα μπορούσα να θυμηθώ και να περιγράψω άπειρες καταστάσεις απείρου κάλλους στο νησί, όμως ο στόχος μου δεν είναι αυτός. Δεν είναι αυτός, γιατί το νησί μας, η Κάρπαθος μας δεν είναι αυτή και ξέρετε γιατί; Γιατί το οποιοδήποτε νησί το καθορίζουν οι άνθρωποι του.

Και οι άνθρωποι της Καρπάθου είναι άνθρωποι από καλή «πάστα», είναι άνθρωποι δουλευταράδες, άνθρωποι του μόχθου, άνθρωποι που μεγαλουργούν σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Οι Καρπάθιοι δεν ξεχνούν ποτέ τον τόπο τους και είναι πάντα σημείο αναφοράς γι΄ αυτούς, όσο μακριά και αν πάνε.

Και για να μιλήσω σε πιο προσωπικό επίπεδο, στα 33 σου, τα όνειρα σου έχουν πάρει τις κανονικές τους διαστάσεις, μερικά όνειρα σου ίσως να τα έχεις θάψει κιόλας και άλλα να έχουν μείνει στην λήθη. Βλέπεις, είναι η βαρβαρότητα του ρεαλισμού που βιώνει κανείς όταν μεγαλώσει.

Είναι εκείνα τα εφηβικά όνειρα, που στον κόσμο των μεγάλων,  μοιάζουν να έχουν δραπετεύσει από κάποια ταινία στο cinema, όνειρα που όλοι πιστεύουν και μας έχουν πείσει ότι θα συμβούν σε κάποιους άλλους και όχι σε μας, και συμβαίνει το εξής απίθανο, φεύγουν τα όνειρα μας και τα ζουν οι άλλοι και όχι εμείς και άντε μετά να τα διεκδικήσουμε.

Κάθε χρόνο στο νησί, περίμενα τα Χριστούγεννα, όχι για τα δώρα, όχι για τα δέντρα, όχι για τον Άγιο Βασίλη, ούτε και για τις διακοπές, περίμενα τα Χριστούγεννα γιατί μετά την «χειμερία νάρκη» των Φθινοπωρινών μηνών, το νησί αποκτούσε και πάλι ζωή, όχι όπως το καλοκαίρι, αλλά εν πάση περίπτωση, είχε λίγη ζωή.

Τα μαγαζιά έβαζαν τα Χριστουγεννιάτικα τους, φώτα παντού και μερικοί άνθρωποι περπατούσαν στους δρόμους, κάποιες παρέες εφήβων όπως η δική μου, γελούσαν δυνατά και πήγαιναν για καφέ στο Potpourri και μετά στο «Γιαπί» για χορό μέχρι το πρωί, ωραία χρόνια τότε, ανέμελα…

Η Κάρπαθος τον χειμώνα ίσως να φαντάζει άσχημη για τους νέους, τους «τρελούς», τους ονειροπόλους γι΄ αυτούς που έχουν σχέδια, όνειρα, φιλοδοξίες, γι αυτούς που δεν βρίσκουν ησυχία ή και δεν θέλουν να βρουν.

Είναι όμως ταυτόχρονα και ένα «ήσυχο λιμάνι» για όλους αυτούς που θέλουν να ζήσουν εκεί, ήρεμα, χαλαρά, με αυτά που ξέρουν και με αυτούς που τους ξέρουν. Είναι το «σίγουρο σιτάρι» σε έναν κόσμο, που πάντα θα τους αγαπά και θα τους υπολογίζει, είναι ο μικρόκοσμός μας και νιώθουμε βασιλιάδες.

Η Μαρία της Αγνής, Ο Δημήτρης της Αννούλας, η Μαριγώ του Διάκου, ο Βασίλης του γιατρού, η Μαριγούλα του Παπά και η Ελένη του Μιχαλή, όλοι αυτοί, πολύ γνωστοί μας, σαν βασιλιάδες σε ένα παραμύθι, ένα παραμύθι που άρχισε,  «μία φορά και έναν καιρό».


Ένα παραμύθι ζωντανό, με πρίγκιπες και βάτραχους, με πεταλούδες, νεράιδες και κακές μάγισες, με μίση και με αγάπες,  όλοι εμείς οι ήρωες των δικών μας ξεχωριστών παραμυθιών, δεν χρειαζόμαστε επώνυμο, δεν χρειαζόμαστε καν ταυτότητα. Και το βασίλειο μας; Δύο νησιά, δυο βουνά και ένα πέλαγος….

Καλές γιορτές φίλοι μου. 

6 Δεκ 2013

Αγαπάω θα πει...


Αν υπάρχει ένας άνθρωπος που να έχει αγαπήσει πιο πολύ να μου τον φέρετε εδώ να μετρηθούμε. Να τα βάλουμε κάτω, να δούμε στο τέλος ποιος θα νικήσει…

Στ΄ αλήθεια, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω με την λογική, αλλά η αγάπη μπορεί να εξηγηθεί με την λογική; Μπόρεσε ποτέ για να μπορέσει να εξηγηθεί και τώρα;

Ίσως το να αγαπώ πολύ, ήταν ένα «κουσούρι» που είχα εκ γενετής, άλλη εξήγηση δεν μπορώ να δώσω, γιατί αν υποθέσουμε ότι ήταν επίκτητη και ήταν συνάρτηση του περιβάλλοντος μου, οπότε και η αδερφή μου θα έπρεπε να είναι το ίδιο ή και χειρότερα, όμως όχι.


Η αλήθεια είναι ότι και εγώ για να μπορώ να δίνω τόση αγάπη, από κάπου την παίρνω ή από κάπου την «κληρονόμησα» ή τέλος πάντων κάποιον μιμούμαι.

Για μένα η προσωποποίηση της αγάπης είναι η μητέρα μου. Είναι μία γυναίκα που έχει περάσει πολύ δύσκολα στην ζωή της και όμως πάντα είναι με ένα χαμόγελο στα χείλη. Έχει αγάπη για όλους, άμα λέμε για όλους, για όλους.

Πολλές φορές θυμώνω και της λέω «μαμά ο τάδε σου είπε αυτό… ήταν προσβολή, πως μπορείς να μου λες να τον συμπαθώ; Πως λες ότι είναι καλός άνθρωπος;» στον δικό μου θυμό, η απάντηση της μητέρας μου είναι αποστομωτική. «Μαρία δεν τους ξέρεις τους ανθρώπους; Έτσι τα λένε και μετά τους περνάει, έτσι και εσένα, από το ΄ένα αυτί να σου μπαίνουν και από το άλλο να σου βγαίνουν…»

Παρ΄ όλο που και εγώ υποστηρίζω ότι αγαπώ πολύ, μερικούς ανθρώπους δεν μπορώ να τους συγχωρώ συνεχώς όπως κάνει η μαμά μου. Η εξήγηση που έχω δώσει, είναι ότι μάλλον το ένα μου αυτί είναι άχρηστο, ξέρετε, αυτό που λέει η μαμά ότι από εκεί που «βγαίνουν»

Το αποτέλεσμα βέβαια αυτής της «δυσλειτουργίας» είναι να στεναχωριέμαι και να «χαλιέμαι» κάτι που είναι τοξικό για την υγεία μου και για τις τρίχες των μαλλιών μου που τελευταία όλο και ασπρίζουν από μπροστά.

Η έννοια της αγάπης όμως, έχει να κάνει με την αγάπη ανάμεσα σε έναν άντρα και μία γυναίκα. Μπορώ να  υποστηρίξω ότι και εκεί έχω δώσει ρεσιτάλ, εντάξει αν όχι ρεσιτάλ, έστω, ένα μικρό κονσέρτο το έχω δώσει…

Η πρώτη και μεγαλύτερη αγάπη μου ήταν ο πατέρας μου, που δυστυχώς με άφησε νωρίς. Ο πατέρας μου, ήταν ο ήρωας μου, είχε κάνει κάτι ακατόρθωτο για τα παιδικά μου μάτια, είχε φύγει από ένα μικρό χωριουδάκι του νησιού και είχε πάει στην Αμερική, μάλιστα είχε δει και το άγαλμα της ελευθερίας.

Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι αυτό το ακατόρθωτο –στο παιδικό μου μυαλό- δεν ήταν και τόσο ακατόρθωτο και ότι το είχαν κάνει πολλοί άλλοι πριν τον μπαμπά μου και θα το κάνουν και άλλοι και άλλοι και άλλοι.

Αυτό που είχε κάνει όμως τότε ο μπαμπάς μου, στο παιδικό μου μυαλό ήταν κάτι όντως ακατόρθωτο ή και πολύ σπάνιο. Είχε «ταξιδέψει» το μυαλό μου, η φαντασία μου είχε ανοίξει τα φτερά της και εγώ έκανα όνειρα, μέρα μεσημέρι. Έπλαθα με το νου μου ιστορίες, έκανα σενάρια, έφτιαχνα ιστορίες με ήρωες από την Αμερική, άρχισα από τόσα δα μικρή να μαθαίνω Αγγλικά.

Η πρώτη λέξη που έμαθα ήταν το apple και μετά το doll και μετά sit down και μετά πήρα την εγκυκλοπαίδεια που μου είχε αγοράσει, τον  χοντρό τόμο με τα Αγγλικά και άρχισα να μαθαίνω λέξεις. Η πρώτη λέξη που είχα μάθει ήταν η λέξη salad που σημαίνει σαλάτα και η χαρά μου ήταν μεγάλη, γιατί τελικά τα Αγγλικά ήταν εύκολα, γιατί είχα ανακαλύψει ότι … προέρχονται από τα Ελληνικά.

Όταν μας άφησε ο πατέρας μου μία κρύα χειμωνιάτικη νύχτα του Γενάρη, τίποτα δεν θα ήταν ίδιο για μένα ξανά. Τα όνειρα κόπηκαν ξαφνικά στην μέση και με βίαιο τρόπο. Αυτό που δεν είχε κοπεί και ούτε θα κοπεί ποτέ, ήταν η αγάπη που μου έδωσε αυτός ο άνθρωπος, τα τόσα πολλά μαθήματα, σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα.

Και ενώ η μητέρα μου, μου έμαθε την αγάπη την απλή, την απεριόριστη, την δίχως όρια, την ανιδιοτελή, το να αγαπώ δηλαδή συνεχώς τους ίδιους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τις πράξεις τους, σχεδόν την εξάρτηση άμα θέλουμε να το παρατείνουμε, με τον μπαμπά μου έμαθα ότι αγαπώ σημαίνει «αφήνω», αγαπώ σημαίνει ελευθερία, αγαπώ δεν σημαίνει να πιάνομαι και να γαντζώνομαι πάνω από ανθρώπους, αγαπώ δεν σημαίνει εξάρτηση, αγαπώ θα πει «σε αφήνω ελεύθερη», αγαπώ θα πει «είμαι μακριά αλλά σ΄ αγαπώ»

Και ενώ για χρόνια ολόκληρα βασανιζόμουν με την «εξαρτησιογόνο» αγάπη της μαμάς μου, πάλεψα πολύ μέσα μου. Ξέθαψα πολλά μικρά παραθυράκια της μνήμης και της λήθης μου και θυμήθηκα την αγάπη που θα πει ελευθερία, που με είχε διδάξει πολλά χρόνια πριν ο μπαμπάς μου, εξάλλου και η συμβουλή της μαμάς μου πλέον είχε αλλάξει…


«Μαρία μην αγαπάς πολύ τους ανθρώπους, αγάπα τους, αλλά όχι τόσο πολύ, πιο λίγο»