Welcome

Εδώ θα βρείτε σκέψεις, όνειρα, ελπίδες, φιλοδοξίες, ανησυχίες και πολύ στρες. Έναν κόσμο που ισορροπεί ανάμεσα στην φαντασία και στην πραγματικότητα.

Τις μεγάλες αντιθέσεις και τα αντικρουόμενα συναισθήματα.

Εδώ θα βρείτε παιδικές φαντασιώσεις και την βαρβαρότητα του ρεαλιστμού που βιώνει κανεις, όταν μεγαλώσει.

Όλα εδώ, με μπόλικη χρυσόσκονη, τυλιγμένα με ζάχαρη, με γεύση γλυκό κεράσι, με μυρωδιά τριαντάφυλλου και βανίλιας. Όλα εδώ, σε ένα ποτήρι, να τα πιείτε και να ευχαριστηθείτε.

Καλώς ήρθατε στον κόσμο τον δικό μου.

24 Αυγ 2013

Πάλι θλιμμένη χαραυγή για μένα ξημερώνει

Άμα σε φωνάζαν Φωτεινή εγώ δεν καταλάβαινα ότι ήσουν εσύ,

Εγώ φωτεινιώ σε ήξερα από μικρή, από τότε που γεννήθηκα έκανες τις χαρές σου σε μένα πιο πολύ, δεν ξέρω γιατί, με έλεγες πονόψυχο παιδί και μου έφερνες σοκοφρέτες από τις κόκκινες, τις νόστιμες που ήξερες ότι μ΄αρέσαν, και εγώ σ΄αγαπούσα γι΄αυτό.

Ο μπαμπάς μου σε έλεγε «βρε παλνταρό» πόσες φορές σου είχε πει να φυλάς τα λεφτά σου και να μην μου φέρνεις σοκολάτες; Και εσύ Φωτεινιώ μου τον άκουγες, δεν έφερνες σοκολάτες, μου έπαιρνες τα αγαπημένα σου «Φουντούνια» και ο μπαμπάς μου σε έλεγε ξανά «βρε παλνταρό»

Και εκεί που ήμουν μικρή και μου έδειχνες την αγάπη σου με τις σοκοφρέτες, μεγάλωσα και έγινα «παλαροπρουατίνα» όπως και οι υπόλοιπες κόρες του χωριού, όμως εγώ μία φορά σου είπα ότι δεν είμαι παλνταροπρουατίνα και από τότε δεν με ξανάπες έτσι, ήμουν ο Μαριός σου, δεν ξέρω γιατί με έλεγες ο Μαριός, σαν να ήμουν αγόρι, αλλά και εγώ σε έλεγα ο Φωτεινιός και έτσι είχαμε πατσίσει…

Η χειρότερη σου εποχή ήταν όταν άνοιξε η «Πασαρέλα» ερχόντουσαν όλοι οι «κάφκοι» όπως χαρακτηριστικά έλεγες τους αγαπητικούς μας. Όσο πιο πολύ μας αγαπούσες, τόσο περισσότερο φώναζες. Δεν είχες όρια, μας έπιανες από το μαλλί να πάμε σπίτι μας, να κρατήσουμε «την θέση» μας. Ακόμα και με τους αστυνομικούς τα έβαζες, με φαντάρους, με αεροπόρους, δεν ήθελες οι κόρες του χωριού να φύγουν από το χωριό.

Φώναζες με όλη σου την δύναμη για το καλό μας, έτσι φώναζες και στους ποδοσφαιριστές του Άρη και τους είχες «σούζους» και τους έραβες εσύ η ίδια τις κάλτσες τους.  θυμάσαι Φωτεινιώ; Εσύ μου τα έλεγες όλα αυτά τα κρύα βράδια του χειμώνα που ερχόσουν για να σου μαγειρέψει ο «Κυζουλιός» τα αγαπημένα σου μακαρόνια τα μπαρίλλα στο χάρτινο κουτί που σ΄αρέσαν και όταν δεν έπαιρνες αυτά διάλεγες στα μίσκο τα κόκκινα, είχες μία μανία με το κόκκινο χρώμα, ίσως γιατί είναι το χρώμα της δύναμης και εσύ είχες πολλή μέσα σου.

Η δύναμη σου έφτανε ψηλά, μέχρι τους ουρανούς, αγαπούσες όλο τον κόσμο, όλα τα μωρά σε αγαπούσαν, ο Δημητράκης, ο Ορέστης, ο Κωστάκης, θυμάσαι Φωτεινιώ πόσο σε αγαπούσαν; Τώρα Φωτεινιώ που θα σε βρουν ξανά;.

Σ΄αγαπούσαμε όλοι όταν σου λέγαμε να τρως κρέας και εσύ ήθελες να είναι από καθαρά χέρια μαγειρεμένο και έβγαζες και το παραμικρό λίπος, την έσκαγες την μαμά μου Φωτεινιώ που ήθελε να σου  κάνει και ψάρι να τρως και κρέας και κοτόπουλο, και εσύ τα έκανες όλα πέρα και έτρωγες λίγες πατάτες και το αγαπημένο σου πανίνο.

Πόσοι άνθρωποι σου χρωστάμε ακόμα και την ζωή μας και τις αναμνήσεις μας, ο «κοντός» τι θα κάνει τώρα; Ποιος θα του μαγειρεύει; Ποιος θα του δίνει τσιγάρα; Κανένας Φωτεινιώ δεν είναι σαν εσένα, κανείς δεν ήξερε να αγαπά περισσότερο και με ανιδιοτέλεια. Έδινες αγάπη σε όλους μας, σε όλο το χωριό.

Ίσως γιατί ήξερες πως είναι να χάνεις μία αγάπη, εκείνη την  αγάπη που χάθηκε στον δρόμο για να σε ζητήσει, σε θέλαν πολλοί, εσύ μου το είπες, ήσουν όμορφη άλλωστε, όμως εσύ έμεινες σε εκείνη την αγάπη, την μισή, την ανεκπλήρωτη…

Και ήμασταν εμείς τα παιδιά σου, εμείς σ΄αγαπήσαμε και τώρα έφυγες και μας κάνεις να κλαίμε, γιατί Φωτεινιώ μας δεν πρόσεχες; Δεν είχες καταλάβει πόσοι σ΄αγαπάμε; Δεν είχες καταλάβει ότι ήσουν η ψυχή του χωριού; Ότι ήσουν κάτι ξεχωριστό για μας; Για όλους μας;


Ο τελευταίος μου διάλογος με το Φωτεινιώ…

Μαρία: Φωτεινιώ… Γιατί δεν ήρθες στο βιβλίο μου κάτω στο μέγαρο που ήταν ωραία;
Φωτεινιώ: Ενεμπορώ να πηένω πιο στα μέγαρα…  Πάρε μωρή Μαριέ ένα κοσιάρικο…
Μαρία:  Να σου φέρω ένα βιβλίο;
Φωτεινιώ: Εθέλω εγώ βιβλία, πάρε το για τη γιορτή σου γιατί εν έχω τίποτα άλντο να σου ώκω.
Μαρία: Μα  να σου φέρω ένα βιβλίο….
Φωτεινιώ: Πάρε το μωρή και σκάσε….


Αυτή ήταν το Φωτεινιώ, βλέπω αυτό το κοσιάρικο τώρα και θα πάω εκεί στο Δημοτικό Θέατρο που σου άρεσε, θα πάρω ένα παγωτο «άσπρο» ξέρω ότι θα χαρεί η ψυχή σου όπου και να βρίσκεται αυτήν την στιγμή.

Φωτεινή Αναγνωστάκη



Σ΄αγαπάμε Φωτεινιώ μας, δεν έφυγες, ζεις στις καρδιές μας.